ταμιευμα

ταμιευμα
    ταμίευμα
    -ατος τό только pl.
    1) запасы Diod.
    2) ведение хозяйства Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ταμιευμα" в других словарях:

  • ταμίευμα — το, ΝΑ [ταμιεύω] νεοελλ. ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείο αρχ. 1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη 2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • ταμιευμάτων — ταμίευμα stores neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταμιεύμασιν — ταμίευμα stores neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»